"Τα
δυο σου χέρια πήρανε, βεργούλες και με δείρανε"...
Ένας
τραγουδιστής φοβισμένος τραγουδάει μια παραγγελιά… Περνούσε από το μυαλό του
άραγε πως υπό τους ήχους του τραγουδιού του Μάρκου Βαμβακάρη θα γραφόταν
ιστορία στα επόμενα 10 δευτερόλεπτα; Μόνο τόσα χρειάστηκαν! Και από τότε, οι
μύθοι μπερδεύτηκαν με την αλήθεια, οι ιδεολογίες με την πραγματικότητα, τα
φαντάσματα με το αλκοόλ… 38 χρόνια μετά, η ιστορία παραμένει μπερδεμένη αλλά ο
πρωταγωνιστής είναι λυτρωμένος. Έστω και αν επί δύο ώρες ήταν πεσμένος σε ένα
πεζοδρόμιο στο Μοναστηράκι…
Εκείνη η
νύχτα του Σαββάτου, της 25ης Φεβρουαρίου του 1973, όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Ήταν
γύρω στις 04.00, στο νυχτερινό κέντρο Νεράιδα. Ένας νεαρός μελαχρινός αφήνει
την παρέα του, ανεβαίνει στην πίστα και παραγγέλνει το τραγούδι του Μάρκου
Βαμβακάρη, τις Βεργούλες. Ήταν παραγγελιά. Στον κώδικα τιμής των ανθρώπων της
νύχτας, η παραγγελιά είναι ιερή. Χορεύει το τραγούδι ο άνδρας που το παρήγγειλε
και μόνο. Η πίστα αδειάζει γι’ αυτόν. Ο νεαρός, βλέπει τρεις άνδρες να
σηκώνονται μαζί του. Γυρνάει στον τραγουδιστή. Νιώθει προσβεβλημένος από τους τρεις
που σηκώνονται να χορέψουν… Ο ένας με το πιστόλι σφηνωμένο στο πίσω μέρος του
παντελονιού. Έτσι υποστηρίζουν κάποιοι, τουλάχιστον. Ο τραγουδιστής
επαναλαμβάνει από το μικρόφωνο... "Είναι παραγγελιά". Σαν να
προσπαθούσε να αποτρέψει το μοιραίο. Ή σαν να το προέβλεπε! Τα ραντεβού όμως
της μοίρας δεν ακυρώνονται… Βλέποντας ο Νίκος Κοεμτζής τους αστυνομικούς να χλευάζουν
και να σπρώχνουν τον αδερφό του, θόλωσε. Ήταν η κραυγή «είναι παραγγελιά ρεεε»
που ακούστηκε και ένα θηρίο πετάχτηκε από το τραπέζι του. Μετά από 15
δευτερόλεπτα, το αποκριάτικο γλέντι έχει μετατραπεί σε λουτρό αίματος! Τρεις άνθρωποι
νεκροί… 8 τραυματίες! Στο μαγαζί υπολογίζεται πως βρισκόταν 400 άτομα. Ο Τύπος
της εποχής λυσσάει για τον «αιμοσταγή δολοφόνο». Δεν είναι η πρώτη φορά που ο
Νίκος και ο αδερφός του απασχολούν τις Αρχές. Δεν πρέπει να είχε περάσει
άλλωστε και πολύς καιρός από τότε που είχε πάρει το αποφυλακιστήριο επειδή είχε
κλέψει το αφεντικό του. Λίγες ημέρες αργότερα ο «μακελάρης» συλλαμβάνεται, αφού
πρώτα έχει πυροβοληθεί στα πόδια. Οι εφημερίδες τον χαρακτηρίζουν «αιμοβόρο κτήνος».
«... στο
μυαλό μου στριφογυρίζανε χίλιες σκέψεις. Έψαχνα να βρω μια λύση να διορθώσω το
κακό που σκόρπισα... Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω
μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι
ακόμα. ... Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το
μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος
που φωλιάζει μέσα μου...», (απόσπασμα από το βιβλίο του “Το μακρυ ζεϊμπέκικο
του Νίκου”)
Απειλείται
με λιντσάρισμα. Και η ιστορία αρχίζει γεμάτη με αστικούς μύθους, ανακρίβειες
και δύο αντίπαλα στρατόπεδα… Τους ανθρώπους που στο πρόσωπο του Κοεμτζή βλέπουν
έναν «αντάρτη», έναν πολέμιο του συστήματος, της Χούντας, της Αστυνομίας, της Δεξιάς.
Και τους «απέναντι»… Που μιλούν για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της νύχτας,
κακοποιούς που αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία. Λέγεται πως τη σφαίρα την
έβγαλε από το πόδι του με σουγιά, όταν ήταν στην απομόνωση. Λέγεται πως είχε
βρει μια βάρκα για να φύγει για την Αφρική και πως τον πρόδωσε στην Αστυνομία
κάποιος φίλος του.
Στη δίκη
που ακολούθησε ο Νίκος Κοεμτζής δεν θυμόταν και πολλά από τη σκηνή του
μακελειού. Δικαιολόγησε το μίσος του για τους αστυνομικούς λέγοντας πως όταν
ήταν παιδί τους έβλεπε να χτυπούν και να βασανίζουν τον πατέρα του και τον
παππού του λόγω των αριστερών φρονημάτων τους. Ζήτησε συγνώμη από τις
οικογένειες των θυμάτων αλλά ισχυρίστηκε πως εκείνοι ήταν μεθυσμένοι και τους
προκαλούσαν. Στο άκουσμα της απόφασης για τρεις εις θάνατον και οκτώ φορές
ισόβια μειδίασε… Δίπλα του ο αδερφός του ξέσπασε σε κλάματα. Η ζωή του για τα
επόμενα τρία χρόνια ήταν μια αναμονή θανάτου. Στην απομόνωση των φυλακών
Αλικαρνασσού, κάθε πρωί που ξημέρωνε μπορεί να ήταν και το τελευταίο του. Δύο
χρόνια αργότερα μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας, «φυλακές της Κολάσεως,
για τον ίδιο. Η θανατική ποινή καταργείται στην Ελλάδα και έτσι η ποινή του
μετατρέπεται σε ισόβια… Προσπαθεί να δείξει ένα άλλο πρόσωπο, αλλά λίγοι τον
πιστεύουν. Το θηρίο ημερώνει σιγά σιγά…
«…Τον Μάρτιο του 1977 τρεις
αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λεγοντάς μου: “Η
πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους
απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. (απόσπασμα από το
βιβλίο του “Το μακρυ ζεϊμπέκικο του Νίκου”)
1979. Ο
Διονύσης Σαββόπουλος κυκλοφορεί τον δίσκο του «Ρεζέρβα», με τον οποίο ταράσσει
για άλλη μια φορά τα νερά! Ο δημιουργός βρίσκεται σε μια φάση εσωστρέφειας.
Έχουν περάσει πλέον πέντε χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και ο
αρχικός ενθουσιασμός έχει πλέον εξαντληθεί. Στο δίσκο αυτό υπάρχει και ένα
μακρύ ζεϊμπέκικο. Για την ακρίβεια “Το μεγάλο ζεϊμπέκικο του Νίκου”, ένα
τραγούδι διάρκειας μαμούθ, διάρκειας 13 λεπτών και 28 δευτερολέπτων. Με σαφή τα
ερεθίσματα του ρεμπέτικου με τα επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα, ο Σαββόπουλος
αποτυπώνει τη ζωή του Κοεμτζή αλλά και κάποιες δικές του απόψεις για τη νύχτα
του μακελειού και τη δίκη. Η μετάδοση του τραγουδιού απαγορεύεται από το
Υπουργείο Προεδρίας. Η αλήθεια είναι πως μεταδόθηκε μια φορά, αλλά λογοκρίθηκε.
1980. Ο
Παύλος Τάσσιος, παρακινούμενος από τη σύζυγό του Κατερίνα Γώγου σκηνοθετεί την “Παραγγελιά”.
Ο ίδιος ξεκαθαρίζει πως η ταινία έχει ευρήματα μυθοπλασίας, αλλά η προσέγγιση
και η τολμηρή ματιά της ταινίας-ιδιαίτερα για εκείνα τα χρόνια- την κατατάσσουν
ως μια από τις πλέον κλασσικές του ελληνικού ανεξάρτητου κινηματογράφου. Η
Κατερίνα Γώγου, που έχει αφήσει τους κωμικούς καρακτέρ ρόλους, έχει «φλερτάρει
με την ιστορία» τρία χρόνια πριν, όταν και εκδίδει την ποιητική της συλλογή
«Τρία κλικ αριστερά». Άλλωστε είναι η φωνή της, στην ταινία, που συνοδεύει τον
Αντώνη Αντωνίου (ο ηθοποιός που ενσάρκωσε τον «Νίκο Κοεμτζη») στην κορυφαία
σκηνή του δράματος! Η ταινία αποσπά πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης της
ίδιας χρονιάς (καλύτερης ταινίας, α’ ανδρικού ρόλου, μουσικής, ηχοληψίας και
μοντάζ).
Πίσω στις
φυλακές, ο Νίκος Κοεμτζής προσπαθεί να επιβιώσει. Τα χρόνια τον βαραίνουν όλο
και πιο πολύ. Μπήκε στη φυλακή στα 35 του… Μετά από αλλεπάλληλες αιτήσεις
αποφυλάκισης κι έχοντας δηλώσει μεταμέλεια, ο Νίκος Κοεμτζής αποφυλακίζεται από
τις Φυλακές της Πάτρας το 1996. Αν και πάντα υπήρχε η δυσπιστία πως δεν έχει
αλλάξει και βγαίνοντας θα κατρακυλήσει στο έγκλημα, αργά ή γρήγορα. Οι
περιοριστικοί όροι τον υποχρεώνουν να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το
Αιγίνειο Πιερίας. Εκείνος όμως παραμένει στην Αθήνα. Ένας ακόμη μύθος, ίσως και
αλήθεια, τον θέλει να επισκέπτεται τη Νεράιδα, αμέσως μετά την αποφυλάκιση για
ένα τελευταίο, όπως αποδείχθηκε, ζεϊμπέκικο. Ήθελε άραγε να ξορκίσει το κακό;
Ήθελε να κάνει τη σκηνή και πάλι καθαρή, μιας και το θολό του μυαλού του δεν
τον βοηθούσε; Μόνο εκείνος το γνώριζε. Έχει γράψει βιβλίο για τη ζωή στη
φυλακή. «Το μακρύ ζεϊμπέκικο του Νίκου», η αυτοβιογραφία του, ήταν αυτό που
πωλούσε στον πάγκο του, στην αρχή έξω από τα Δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων
και μετά στο Μοναστηράκι. Ανέκφραστος, σιωπηλός, βλοσυρός. Είναι και αυτή η
ειρωνεία… Να πουλάει τη ζωή του στη φυλακή, στον τόπο που αποφασίστηκε η
θανατική του καταδίκη. Μέχρι να αλλάξει γειτονιά και να πάει στο Μοναστηράκι,
πάλεψε πολύ για να πάρει την άδεια του μικροπωλητή. Ήταν ο Νικήτας Κακλαμάνης
που του την έδωσε, έπειτα από μια εκδήλωση στην οποία μίλησαν για αυτόν ο
Διονύσης Σαββόπουλος και ο Γιώργος Λιάνης.
Η πώληση
της… ζωής του δεν του εξασφαλίζει και τα προς το ζην. Κινείται όλο και πιο
βαριά, όλο και πιο μελαγχολικά. Έχουν περάσει 15 χρόνια από την αποφυλάκισή
του. Είχε ζήσει άλλα 23 χρόνια μέσα στις φυλακές. Μισή ζωή πληρώνοντας έναν
κώδικα τιμής, τη θολούρα του κεφαλιού του, τα φαντάσματα που τον στοίχειωναν
από μικρό παιδί. Κατάφερε να κλείσει τα στόματα όλων εκείνων που πίστευαν πως
δεν θα τα αντέξει, πως θα κυλήσει ξανά!
23
Σεπτέμβρη 2011. Ένας ηλικιωμένος κείτεται για περίπου δύο ώρες σε ένα πεζοδρόμιο
στο Μοναστηράκι. Όταν μεταφέρεται στο νοσοκομείο είναι ήδη αργά. Η κοινωνία του
έδειξε το σκληρό της πρόσωπο… Όπως είχε κάνει και ο ίδιος κάποια χρόνια πριν!
Ένας άνθρωπος που άθελά του έγινε από κάποιους σύμβολο αντίστασης, αν και δεν
το επιδίωξε… Πράξη αντίστασης; Πράξη τιμής; Σε ποιον «πόλεμο»; Με οποιοδήποτε
κόστος; Εκείνος, πάντως, πλήρωσε! Όπως πλήρωσαν και τα θύματά του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου