Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

"Πως έζησα το μακελειό του Κοεμτζή"

Ο Κώστας Καρουσάκης τραγουδούσε το μοιραίο βράδυ της 25ης Φεβρουαρίου στη “Νεράιδα”.
“Ήρθε ο αδερφός του Νίκου Κοεμτζή, ο Δημοσθένης, και μου έκανε την παραγγελιά… τις Βεργούλες. Εγώ δεν το είπα. Μάλιστα με απείλησε από μακριά. Είπα όμως στον συνάδελφό μου να το τραγουδήσει, τον Αθανασιάδη. Το μαγαζί ήταν γεμάτο. Φωνάζει ο αδερφός του Κοεμτζή… «κατεβείτε όλοι κάτω, παραγγελιά». Δεν κατέβηκε κανείς, σπρώχτηκαν στην πίστα ο Δημοσθένης με τους δύο αστυνομικούς. Ο τρίτος της παρέας ήταν φανοποιός. Όταν άρχισε να λέει το τραγούδι κι εκείνοι ήταν πάνω στην πίστα άρχισε ο καβγάς. Με το που το είδε ο Νίκος Κοεμτζής αυτό ορμάει με το μαχαίρι και άρχισε να σφάζει. Και πρέπει να πω και αυτό… Όταν χτυπάς κάποιον με το μαχαίρι, δεν το στρίβεις κιόλας! Αυτός το έστριψε το μαχαίρι και στους τρεις. Και έμειναν επί τόπου. Ήθελε να τους σκοτώσει. Αν όχι, θα μαχαίρωνε και θα έτρεχε. Αυτό διήρκησε 10 δευτερόλεπτα. Και με τη μανία να βγει έξω από το μαγαζί άρχισε να σφάζει οποιονδήποτε ήταν μπροστά του. Μετά απλά κάρφωνε το μαχαίρι, δεν το έστριβε. Κινδύνεψα κι εγώ. Μ’ έσπρωξε στον τοίχο για να γλιτώσω. Όπως ακούω τους ανθρώπους να μιλάνε τώρα στην τηλεόραση για το γεγονός, θεωρώ πως προσπαθούν να τον αγιοποιήσουν. Αυτός ήταν κράχτης στην Αθηνάς, πουλούσε παπούτσια. Δεν είχαν πιστόλια, δεν ήταν προκλητικοί. Απλά χόρευαν. Στη δίκη ήμουν βασικός μάρτυρας. Στην απολογία του δεν είπε τίποτα για την αριστερά, μετά το άκουσα. Ήταν και στη δίκη σκυθρωπός, βαρύς. Ο αδερφός τα προκάλεσε όλα. Αλλά δεν βγαίνεις να διασκεδάσεις με το στιλέτο. Είχαν μαζί τους και γυναίκες και τις διώξαν. Για μένα ήταν ένας απλός φονιάς!”


Στο βιβλιο της Γιούλης Καρουσάκη με τίτλο “Κώστας Καρουσάκης: Τα λερωμένα, τα άπλυτα” γράφει για το συμβάν…
“Είναι μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Το μαχαίρι του έσταζε αίμα από αυτούς που είχε μαχαιρώσει. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει μαχαίρωνε όποιον συναντούσε στο διάβα του. (..) Στην προσπάθειά μου να βρω κάποιον για να ειδοποιήσει τα ασθενοφόρα, έφτασα στην έξοδο, την ίδια ακριβώς στιγμή με τον Νίκο Κοεμτζή. Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του. Τον κοίταξα και με κοίταξε. Έμεινα ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ και να συνειδητοποιήσω το χρόνο εκείνες τις μοιραίες στιγμές. Κοντά μου ήρθε ο Γιώργος Γιαλούρης, χρόνια επιχειρηματίας νυκτερινών κέντρων και φίλος μου. Αντελήφθη τον κίνδυνο που διέτρεχα και με έσπρωξε προς τον τοίχο για να φύγω από το οπτικό πεδίο του Κοεμτζή και από την τροχιά του μαχαιριού του. Ο Κοεμτζής κρατώντας πάντα το μαχαίρι του χάθηκε στη νύχτα. (…) Κατά τη διάρκεια του μακελειού, σύμφωνα και με άλλους αυτόπτες μάρτυρες, το αίμα των ανθρώπων πεταγόταν τόσο μακριά που τα ρούχα των περισσότερων θαμώνων είχαν γεμίσει από αυτό. Όλοι οι τραγουδιστές είχαμε πάθει σοκ και καθίσαμε σε ένα πεζούλι, έξω από το κέντρο κλαίγοντας με αναφιλητά οι περισσότεροι, κυρίως οι γυναίκες. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως μια βραδιά Σαββάτου αποκριάτικου γλεντιού είχε μετατραπεί σε τραγωδία. ”



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου